Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεμβούχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεμβούχος ο [lemvúxos] Ο18 : (λόγ.) ιδιοκτήτης ή και κυβερνήτης βάρκας.

[λόγ. λέμβ(ος) + -ούχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες