Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λελέκι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λελέκι το [leléki] Ο44 & λέλεκας ο [lélekas] Ο5 : 1. το πουλί πελαργός. 2. (μτφ.) πολύ ψηλός και λεπτός άνθρωπος.

[τουρκ. leylek με αποβ. του ημιφ. για αποφυγή της χασμ.· λελέκ(ι) μεγεθ. -ας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go