Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λεκανοπέδιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεκανοπέδιο το [lekanopéδio] Ο42 : πεδινή έκταση γης που περιβάλλεται από βουνά: Tο ~ της Aττικής.

[λόγ. λεκάν(η) -ο- + πεδίον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go