Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λειψάδιν το.
-
- Κενός χώρος:
- Περί τρίχωμα κεφαλής όπου έχει λειψάδιν (Ιατροσόφ. 5018).
[<ουσ. λειψάδα. Τ. ‑ι στο Du Cange (λι‑)]
- Κενός χώρος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. λειψάδα. Τ. ‑ι στο Du Cange (λι‑)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |