Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λειψάδιν
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λειψάδιν το.
  • Κενός χώρος:
    • Περί τρίχωμα κεφαλής όπου έχει λειψάδιν (Ιατροσόφ. 5018).

[<ουσ. λειψάδα. Τ. ‑ι στο Du Cange (λι‑)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες