Παράλληλη αναζήτηση
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λειψ- [lips] : ατονημένο ρηματικό α' συνθετικό με λόγια προέλευση· δηλώνει την έλλειψη, απουσία, στέρηση αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~ανδρία, ~υδρία.
[λόγ. < ελνστ. λειψ- συνοπτ. θ. του αρχ. ρ. λείπω ως α' συνθ.: ελνστ. λειψ-ανδρία, λείψ-ανδρος `που έχει έλλειψη ανδρικού πληθυσμού΄, λειψ-υδρία (αρχ. λιπ(ο)-: δες λ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- λειψάδα η.
-
- Έλλειψη:
- (Ασσίζ. 41024).
[<επίθ. λειψός + κατάλ. ‑άδα. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Έλλειψη:
[Λεξικό Κριαρά]
- λειψάδιν το.
-
- Κενός χώρος:
- Περί τρίχωμα κεφαλής όπου έχει λειψάδιν (Ιατροσόφ. 5018).
[<ουσ. λειψάδα. Τ. ‑ι στο Du Cange (λι‑)]
- Κενός χώρος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λειψανδρία η [lipsanδría] Ο25 : η έλλειψη ανδρών, ανδρικού πληθυσμού: Στην αρχαία Σπάρτη υπήρχε μόνιμη ~ λόγω των συνεχών πολέμων. Οι φιλοσοφικές σχολές των πανεπιστημίων έχουν πάντα ~.
[λόγ. < ελνστ. λειψανδρία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λείψανο το [lípsano] Ο42 : 1. (συνήθ. πληθ.) ό,τι έχει απομείνει από κτ. συνήθ. μεγάλο και επιβλητικό, που κάποτε υπήρχε ως όλο· απομεινάρι, υπόλειμμα: Λείψανα αρχαιολογικά / μνημείων / κτισμάτων / πολιτισμών. Tα λείψανα της στρατιάς του Nαπολέοντα. Δύτες ανακάλυψαν τα λείψανα αρχαίου ναυαγίου. Λείψανα πανάρχαιων συνηθειών επιβιώνουν ακόμα και σήμερα. 2α. (συνήθ. πληθ.) το σώμα ή τα οστά αγίων: Λείψανα αγίων. Άγια λείψανα. Aνακομιδή / μετακομιδή των λειψάνων. β. (ως ένδειξη σεβασμού, ευλάβειας) το σώμα του νεκρού: Σηκώνουν το ~, το μεταφέρουν από το σπίτι ή από την εκκλησία στο νεκροταφείο. 3. (μτφ.) α. για υπερβολικά αδύνατο και χλωμό άτομο: H αρρώστια τον έκανε (σαν) ~. Πώς έγινες έτσι, σαν μπαγιάτικο ~ είσαι! β. για πολύ ηλικιωμένο άτομο.
[αρχ. λείψανον]
[Λεξικό Κριαρά]
- λείψανο(ν) το.
-
- 1) Υπόλοιπο, απομεινάρι:
- ζωής … λείψανον (Διγ. Ζ 2923).
- 2)
- α) Νεκρός, πτώμα:
- (Ερωτόκρ. Δ́ 1226), (Μαχ. 3012)·
- (μεταφ.):
- Ένα του πόθου λείψανον (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1051])·
- β) (συνεκδ.) κηδεία:
- εις τα καλέσματα τρέχομεν (ενν. οι ιερείς) ολοψύχως, εις λείψανα, εις εορτάς (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 211)·
- γ) κόκαλα ή σώμα αγίου:
- (Παλαμήδ., Βοηβ. 247)·
- λείψανα … μοσχομυρισμένα (Ανακάλ. 67).
- α) Νεκρός, πτώμα:
[αρχ. ουσ. λείψανον. Η λ. (‑ο) και σήμ.]
- 1) Υπόλοιπο, απομεινάρι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λειψανοθήκη η [lipsanoθíki] Ο30 : ειδική θήκη όπου φυλάγονται τα λείψανα ανθρώπων και ιδιαίτερα αγίων.
[λόγ. λείψαν(ον) -ο- + -θήκη]
[Λεξικό Κριαρά]
- λειψαξούγγιος, επίθ.
-
- Που του λείπει το ξύγγι, το λίπος:
- Τσίρος ο λειψαξούγγιος (Οψαρ. 3618).
[<λειψ‑ + ουσ. αξούγγι(ο)ν]
- Που του λείπει το ξύγγι, το λίπος:
[Λεξικό Κριαρά]
- λείψιμο(ν) το.
-
- α) Έλλειψη:
- από λείψιμον διδασκάλων ευρίσκονταν εις τόσην αμαθίαν (Ροδινός 145)·
- β) ανάγκη, ανέχεια:
- σώσμα του λείψιμού του (ενν. του πένητου) (Πεντ. Δευτ. XV 8)·
- γ) ψεγάδι:
- όμορφα κτίσματα, έχουν με τούτον όλον κάποιον λείψιμον (Ροδινός 54).
[<αόρ. του λείπω + κατάλ. ‑ιμο(ν). Η λ. στο Βλάχ. (‑ψη‑)]
- α) Έλλειψη:
[Λεξικό Κριαρά]
- λείψις ‑ψη η.
-
- 1)
- α) Έλλειψη, στέρηση:
- η λείψις του ψωμίου (Προδρ. III 273-5 χφφ ΡΚ κριτ. υπ.)·
- β) έλλειψη, ελάττωση:
- (Ασσίζ. 36622).
- α) Έλλειψη, στέρηση:
- 2) (Προκ. για τον ήλιο) έκλειψη:
- (Σεισμολ. 20).
[μτγν. ουσ. λείψις]
- 1)