Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λειρί το [lirí] Ο43 : κόκκινο, σαρκώδες λοφίο με οδοντωτές απολήξεις που έχει ο κόκορας στο επάνω μέρος του κεφαλιού του.
[μσν. *λειρίον < αρχ. λείριον `νάρκισσος΄ (από την οπτική ομοιότητα) με μετακ. τόνου κατά τα άλλα μσν. σε -ίον]