Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λειμώνας ο [limónas] Ο2 : (υγρός) τόπος γεμάτος χλόη, κατάλληλος για βόσκηση· λιβάδι. || Aσφοδελός ~, ο Άδης.
[λόγ. < αρχ. λειμών, αιτ. -ῶνα]
[Λεξικό Κριαρά]
- λειμώνας ο.
-
- Λιβάδι:
- λειμώνας … πολύανθος (Χίκα, Μονωδ. 32).
[αρχ. ουσ. λειμών. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Λιβάδι:



