Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λεηλασία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεηλασία η [leilasía] Ο25 : 1. βίαιη και σε μεγάλη έκταση αρπαγή (σε και ρό πολέμου)· πλιατσικολόγημα, λαφυραγωγία: Aφού κατέλαβαν την πό λη, επιδόθηκαν σε λεηλασίες. 2. κλοπή μεγάλης έκτασης: Οι αρχαιολογικοί θησαυροί μας έχουν υποστεί συστηματική ~ από τους αρχαιοκάπηλους. 3. (μτφ.) άντληση, αντιγραφή σε μεγάλη έκταση: H ~ των μεγάλων συγγραφέων και ποιητών από τους νεότερους είναι συχνό φαινόμενο.

[λόγ. < αρχ. λεηλασία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go