Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεβιέ το [levjé] Ο (άκλ.) & λεβιές ο [levjés] Ο13 : είδος μοχλού που κινείται γύρω από ένα σταθερό σημείο και που αποτελεί εξάρτημα, το οποίο προκαλεί ή ρυθμίζει την κίνηση σε διάφορες μηχανές ή μηχανισμούς: ~ ταχυτήτων αυτοκινήτου. H μηχανή μπαίνει σε κίνηση με την πίεση ενός ~.
λεβιεδάκι το YΠΟKΟΡ. [γαλλ. levier· λεβιέ -ς]