Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεβεντόπαιδο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεβεντόπαιδο το [levendópeδo] Ο41 : 1. (κυρ. για νεαρό άτομο) λεβέντης, παλικάρι. 2. (ως προσφών.): Tι κάνεις ρε ~;

[λεβέντ(ης) -ο- + παιδ(ί) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες