Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεβεντονιός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεβεντονιός ο [levendonós] Ο17 θηλ. λεβεντονιά [levendoná] Ο24 : (λαϊκότρ., λογοτ.) για νέο άνθρωπο με τα χαρακτηριστικά του λεβέντη: Kαμαρώνω τους λεβεντονιούς και τις λεβεντονιές που χορεύουν.

[λεβέντ(ης) -ο- + νιος, νια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες