Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεβεντογυναίκα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεβεντογυναίκα η [levendojinéka] Ο25 : γυναίκα ψηλή, με ωραίο παράστημα και (συχνά) με δυναμικό χαρακτήρα.

[λεβέντ(ης) -ο- + γυναίκα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες