Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεβέντικος -η -ο [levéndikos] Ε5 : που αναφέρεται, που ταιριάζει σε λεβέντη: Λεβέντικη περπατησιά / γενιά / κορμοστασιά. Λεβέντικα τραγούδια. Λεβέντικοι χοροί.
λεβέντικα ΕΠIΡΡ: Περπατούσε ~ και καμαρωτά. [λεβέντ(ης) -ικος]



