Παράλληλη αναζήτηση
| 20 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λεβέ, επιφ.
-
- (Με την πρόθ. εις) προκ. να εκφραστεί μεγάλη λύπη, απελπισία· αλίμονο:
- λεβέ σ’ εμάς τους δίγνωμους και τι 'ναι τά ποθούμε! (Φαλιέρ., Ρίμ. 100).
[πιθ. <επιφ. λελέλεβε (βλ. ά.· Καραποτόσογλου 2000: 99)· πβ. εβέ]
- (Με την πρόθ. εις) προκ. να εκφραστεί μεγάλη λύπη, απελπισία· αλίμονο:
[Λεξικό Κριαρά]
- Λέβεις οι.
-
- Ονομασία λαού:
- (Διαθ. Αλ. 25526).
[πιθ. σχετ. με τα τοπων. Λέβα ή Λεβαία (Steph.)]
- Ονομασία λαού:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεβεντάνθρωπος ο [levendánθropos] Ο20 : άνδρας με ωραίο παράστημα, με ψηλό και καλοσχηματισμένο σώμα.
[λεβέντ(ης) + άνθρωπος]
[Λεξικό Κριαρά]
- λεβεντεύω· λεβεντεύγω.
-
- Συμπεριφέρομαι σαν Τούρκος «πεζοναύτης»·
- κάνω τον «παλληκαρά»:
- με συντροφιές πολλά κακές γλακάς και λεβεντεύγεις (Φορτουν. Ά 41).
- κάνω τον «παλληκαρά»:
[<ουσ. λεβέντης + κατάλ. ‑εύ(γ)ω. Ο τ. στο Βλάχ.]
- Συμπεριφέρομαι σαν Τούρκος «πεζοναύτης»·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεβέντης ο [levéndis] Ο10 γεν. πληθ. λεβέντηδων θηλ. λεβέντισσα [levé n disa] Ο27 : 1. αρρενωπός, γεροδεμένος άντρας, ιδίως νέος με ωραίο παράστημα: H μάνα καμαρώνει το λεβέντη της. Ένας ~ μέχρι εκεί πάνω. 2. αυτός που τον χαρακτηρίζει η γενναιότητα, η τόλμη, η ανδρεία· παλικάρι: Ο Έλληνας φαντάρος, ο ~ αυτός που πολέμησε στα χιόνια της Πίνδου. 3. ο ντόμπρος, ευθύς χαρακτήρας, ο μεγαλόκαρδος και αρχοντικός στους τρόπους και στη συμπεριφορά: Tον εμπιστεύομαι / τον εκτιμώ απεριόριστα, είναι ~ σ΄ όλα του. || (ως προσφών.): Γεια σου, λεβέντη μου! ΠAΡ ΦΡ (ειρ.) της φυλακής* τα σίδερα είναι για τους λεβέντες.
[τουρκ. levend `όμορφος, δυνατός νεαρός΄ (από τα περσ.) -ης· λεβέντ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- λεβέντης ο.
-
- 1) Πεζοναύτης του οθωμανικού στόλου:
- Δίδει (ενν. ο πασάς) ορδινιά … να βγούσιν οι λεβέντες … να κουρσεύσουσιν την χώραν (Λεηλ. Παροικ. 363).
- 2) Νέος απείθαρχος:
- Η χήρα … να πάρει άνδρα … να είναι χριστιανός και εις τιμήν της, όχι τίποτες λεβέντης (Βακτ. αρχιερ. 294).
[<τουρκ. levend. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Πεζοναύτης του οθωμανικού στόλου:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεβεντιά η [levendjá] Ο24 : 1. οι ιδιότητες, τα γνωρίσματα του λεβέντη: Όλοι τον θαύμαζαν για τη ~ του. Έδειξαν τη ~ τους στη μάχη. Nα χαίρεσαι τα νιάτα σου και τη ~ σου. 2. (ως προσφών.) λεβέντης: Tι κάνεις, ρε ~, χρόνια είχαμε να σε δούμε. Γεια σου, ~ καμαρωτή.
[λεβέντ(ης) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- λεβέντικα, επίρρ.
-
- Όμοια με Τούρκο «πεζοναύτη»:
- λεβέντικα ντυμένος (Λεηλ. Παροικ. 567).
[<επίθ. λεβέντικος. Η λ. και σήμ.]
- Όμοια με Τούρκο «πεζοναύτη»:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεβέντικος -η -ο [levéndikos] Ε5 : που αναφέρεται, που ταιριάζει σε λεβέντη: Λεβέντικη περπατησιά / γενιά / κορμοστασιά. Λεβέντικα τραγούδια. Λεβέντικοι χοροί.
λεβέντικα ΕΠIΡΡ: Περπατούσε ~ και καμαρωτά. [λεβέντ(ης) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεβεντογέννα η [levendojéna] Ο25α : (συνήθ. ως επίθ., ειδικά για την Kρήτη) που γεννάει, που βγάζει λεβέντες: Γεια σου Kρήτη ~!
[λεβέντ(ης) -ο- + γενν(ώ) -α, θηλ. του -ος]



