Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαϊκιστής ο [laikistís] Ο7 θηλ. λαϊκίστρια [laikístria] Ο27 : ο οπαδός του λαϊκισμού, αυτός που στην (πολιτική κυρ.) πρακτική ακολουθεί, εφαρμόζει το λαϊκισμό: H πτέρυγα των λαϊκιστών είναι ισχυρή μέσα στο κόμμα. || (ως επίθ.): Λαϊκιστές πολιτικοί / ηγέτες.
[λόγ. λαϊκ(ισμός) -ιστής μτφρδ. αγγλ. populist· λόγ. λαϊκισ(τής) -τρια]