Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαχταρίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαχταρίζω [laxtarízo] Ρ2.1α : φοβίζω, τρομάζω κπ., του προξενώ ξαφνικό φόβο, ταραχή: Mε λαχτάρισες νυχτιάτικα!

[μσν. λακταρίζω με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < λακτάρ(α δες στο λαχτάρα) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
λαχταρίζω· λακταρίζω.
  • 1)
    • α) (Αμτβ.) τινάζομαι βίαια, σπαρταρώ, σφαδάζω:
      • εκείνον μεν καταλιμπάνει κείμενον και λακταρίζοντα εν τῳ ιδίῳ αίματι (Παράφρ. Χων. 445
    • β) (μτβ. και αμτβ.) τρέμω, συνταράζομαι, συγκλονίζομαι (από αγωνία, λύπη, πόνο, συγκίνηση, κ.τ.ό.):
      • πώς λακταρίζει (ενν. το πουλάκι) … μη χάσει τα παιδιά του (Π. Ν. Διαθ. φ. 335α 23
      • εγώ αγαπώ και καίγομαι, πονώ και λαχταρίζω (Πανώρ. Ά 147
      • (προκ. για την καρδιά):
        • (Φαλιέρ., Θρ. 32
      • (προκ. για τη γη):
        • (Αχέλ. 1110).
  • 2) (Μτβ. και αμτβ.) κατέχομαι από ζωηρή και αγωνιώδη επιθυμία:
    • λακταρίζω, πεθυμώ να πάγω στη μητέρα (Θυσ. 780· Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1036]).

[πιθ. <λακτίζω αναλογ. προς τα σπαρταρίζω, σταμαρίζω, κ.ά. ή <λαχτώ κατά το σχ. πετώ - πεταρίζω κ.τ.ό. ή <ουσ. λαχτάρα + κατάλ. ‑ίζω. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες