Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαχειοπώλης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαχειοπώλης ο [laxiopólis] Ο10, Ο11 θηλ. λαχειοπώλισσα [laxiopólisa] Ο27 & (λόγ.) λαχειοπώλις [laxiopólis] : αυτός που πουλάει λαχεία: Ο ~ της γειτονιάς μας.

[λόγ. λαχεί(ον) -ο- + -πώλης· λόγ. λαχειοπώλ(ης) -ισσα, -ις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες