Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαχανικό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαχανικό το [laxanikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : κάθε είδος φαγώσιμου χόρτου, ιδίως κηπευτικού· ζαρζαβατικό: Δελτίο τιμών φρούτων και λαχανικών. Φρέσκα / βρασμένα λαχανικά.

[λάχαν(ο) -ικό, ουδ. του -ικός (διαφ. το ελνστ. λαχανικός `φόρος στα κηπευτικά προϊόντα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες