Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαφυραγωγώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαφυραγωγώ [lafiraγoγó] -ούμαι Ρ10.9 : κυριεύω, αρπάζω λάφυρα, λεία κυρίως από αντίπαλο· λεηλατώ, πλιατσικολογώ.

[λόγ. < ελνστ. λαφυραγωγῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες