Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λατσίδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λατσίδα η.
  • Απότομο φαράγγι, βάραθρο:
    • Ας τον σκοτώσομεν και μέσα εις την λατσίδαν πάραυτα να τον ρίξομεν (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 426).

[<ουσ. *λακκίς ‑ίδα <λάκκος. Η λ. και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες