Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λατρευτός -ή -ό [latreftós] Ε1 : που τον αγαπούν πολύ, πολυαγαπημένος. || (σε προσφών.): Λατρευτή μου μητέρα.
[λόγ. < ελνστ. λατρευτός `υπηρετικός, άξιος λατρείας΄]



