Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λασπώνω [laspóno] -ομαι Ρ1 : 1. λερώνω, λερώνομαι με λάσπη: Λάσπωσα τα παπούτσια / τα ρούχα μου. Λάσπωσε η αυλή από τη βροχή. Mην μπαίνεις μέσα με λασπωμένα παπούτσια. 2. (μτφ.) α. γίνομαι σαν λάσπη: Λάσπωσαν τα μακαρόνια. β. προσβάλλω, κηλιδώνω την υπόληψη κάποιου, σπιλώνω.
[λάσπ(η) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- λασπώνω.
-
- I. Ενεργ.
- Ά (Μτβ.) λερώνω με λάσπη· (μεταφ., ηθ.):
- Την καρδίαν σου μην την λασπώνεις (Πηγά, Χρυσοπ. 189 (56)).
- Β́ (Αμτβ.) κολλώ στη λάσπη·
- (μεταφ.) προσκολλώμαι:
- Μήνά 'σαι τινάς Επίκουρος και ελάσπωσες … εις … τα βιοτικά; (Πηγά, Χρυσοπ. 311 (5)).
- (μεταφ.) προσκολλώμαι:
- Ά (Μτβ.) λερώνω με λάσπη· (μεταφ., ηθ.):
- ΙI. (Μέσ.) λερώνομαι με λάσπη:
- σαν χοίρος ελασπώθηκεν (Σταυριν. 241).
[<ουσ. λάσπη + κατάλ. ‑ώνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.



