Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λασπουριά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λασπουριά η [laspurjá] Ο24 : (προφ.) πολλή λάσπη ή μέρος γεμάτο λάσπες: Έβρεχε συνέχεια κι η ~ ήταν αδιάβατη.

[λάσπ(η) -ουριά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες