Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λασπολόγος ο [laspolóγos] Ο18 θηλ. λασπολόγος [laspolóγos] Ο35 : αυτός που συστηματικά λασπολογεί, συκοφαντεί: Mην τον πιστεύεις, είναι κοινός ~.
[λόγ. λάσπ(η) -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λασπολόγος -α -ο [laspolóγos] Ε4 : που αναφέρεται στο λασπολόγο, που τον χαρακτηρίζει: Aκολουθεί λασπολόγα τακτική.
[λόγ. επίθ. < ουσ. λασπολόγος]



