Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαρυγγισμός ο [laringizmós] Ο17 : 1. φωνή που βγαίνει κατευθείαν από το λάρυγγα. 2. (μουσ.) γρήγορη εναλλαγή σε νότες, που γίνεται για να ποικίλει το τραγούδι: H υψίφωνος ενθουσίασε το ακροατήριό της με ωραίους λαρυγγισμούς. 3. (ιατρ.) σπασμωδική συστολή των λαρυγγικών μυών.
[λόγ. < γαλλ. laryngisme (ιατρ.) < αρχ. λαρυγγ- (λάρυγξ) -isme = -ισμός (πρβ. ελνστ. λαρυγγισμός `κρώξιμο΄)]



