Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαρυγγίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λαρυγγίζω.
  • α) (Αμτβ.) αγορεύω:
    • Αν … άρξομαι στομοκρατείν και πάλιν λαρυγγίσειν (Προδρ. II 19-15 χφ H κριτ. υπ.
  • β) (μτβ.) εκφωνώ:
    • πόσους να γράψω (ενν. στίχους) …, πόσους να λαρυγγίσω …; (αυτ. III 143 χφ G κριτ. υπ).

[αρχ. λαρυγγίζω. Τ. ‑ρου‑ στο Βλάχ. Η λ. και σήμ. (Κριαρ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες