Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαρδί
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαρδί το [larδí] Ο43 : λίπος, κυρίως χοιρινό, που διατηρείται και καταναλώνεται παστό ή καπνιστό.

[μσν. λαρδί(ο)ν, υποκορ. του ελνστ. λάρδ(ος) (< λατ. lard(um) -ος `αλατισμένο κρέας΄) -ίον]

[Λεξικό Κριαρά]
λαρδίον το· λαρδίν· λαρδί.
  • Χοιρινό λίπος που διατηρείται παστό, λαρδί:
    • λαρδί κουρουπιαστόν (Ριμ. κόρ. 664· Σταφ., Ιατροσ. 496).

[<ουσ. λάρδος + κατάλ. ‑ίον. Τ. λαρτίν σήμ. κυπρ. Ο τ. ‑ί και σήμ. Η λ. τον 7. αι. (Lampe, λ. λά‑, εσφαλμ. αντί ‑ίον)]

[Λεξικό Κριαρά]
λαρδίτικος, επίθ.
  • Φτιαγμένος από λαρδί· (εδώ σε σχ. αδυνάτου):
    • δοξάριν λαρδίτικον (Σπανός B 114).

[<ουσ. λάρδος ή λαρδί + κατάλ. ‑ίτικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες