Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαπάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαπάς ο [lapás] Ο1 : 1. φαγητό από ρύζι που το βράζουν ώσπου να χυλώσει. 2. (μειωτ.) α. για αποτυχημένα φαγητά (κυρ. ζυμαρικά): ~ έγινε το φαΐ. β. (γενικότ., μτφ.) για κτ. το αποτυχημένο: Tο θεατρικό έργο, ενώ αρχίζει πετυχημένα, στο τέλος γίνεται ~. 3. (μτφ., για πρόσ.) α. νωθρός, πλαδαρός, μαλθακός· νερόβραστος: Πού να τρέξει αυτός ο ~! β. άχρωμος, που δεν προξενεί καμιά εντύπωση ή ενδιαφέρον· νερόβραστος: Πού τον βρήκες αυτόν το λαπά και τον αρραβωνιάστηκες;

[τουρκ. lâpa ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες