Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λαοπρόβλητος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαοπρόβλητος -η -ο [laopróvlitos] Ε5 : που τον θέλει, τον αποδέχεται και τον υποστηρίζει ο λαός: ~ ηγέτης / πρωθυπουργός / δήμαρχος. Λαοπρόβλητη κυβέρνηση.

[λόγ. λαο- + προβλη- (προβάλλω) -τος κατά το ελνστ. θεοπρόβλητος `που τον προβάλλει ο θεός΄ (για αυτοκράτορες)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go