Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαοκρατία η [laokratía] Ο25 : μορφή πολιτεύματος κατά το οποίο η εξουσία πηγάζει και ασκείται άμεσα από το λαό.
[λόγ. λαο- + -κρατία (πρβ. ελνστ. λαοκρατία `κυριαρχία του όχλου΄)]



