Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λαογράφος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαογράφος ο [laoγráfos] Ο18 θηλ. λαογράφος [laoγráfos] Ο35 : επιστήμονας, ερευνητής που ασχολείται με τη λαογραφία.

[λόγ. λαο(γραφία) -γράφος (αναδρ. σχημ.) (πρβ. ελνστ. λαογράφος `υπεύθυνος απογραφής΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go