Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαντό το [landó] Ο (άκλ.) : τύπος κλειστής επιβατικής άμαξας με τέσσερις τροχούς, που την έσερναν δύο άλογα.
[λόγ. < γαλλ. landau < γερμ. τοπων. Landau]
[Λεξικό Κριαρά]
- λαντουρώ.
-
- α) Ραντίζω, καταβρέχω:
- παίρνει κρυό νερόν … ραίνει και λαντουρά το πρόσωπό μου (Βοσκοπ. 39· Κατζ. Γ́ μετά στ. 466)·
- β) ραίνω (με άνθη):
- (Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ μετά στ. 130).
[<ραντουρώ (Δημ.) με ανομοίωση. Η λ. στο Du Cange (‑είν) και σήμ. ιδιωμ.]
- α) Ραντίζω, καταβρέχω:



