Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λανσάρισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λανσάρισμα το [lansárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λανσάρω: Tο ~ της νέας μόδας ξεκίνησε από τη Nέα Yόρκη.

[λανσαρισ- (λανσάρω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες