Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λανάρι
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λανάρι το [lanári] Ο44 & λανάρα η [lanára] Ο25α : εργαλείο ή μηχάνημα που κατεργάζεται το μαλλί (ή το βαμβάκι), ώστε να είναι έτοιμο για κλώσιμο.

[μσν. λανάρι(ον) ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. λανάριος `εργάτης που κατεργάζεται μαλλί΄ < λατ. lanarius· λανάρ(ι) μεγεθ. ]

[Λεξικό Κριαρά]
λανάρι το.
  • Εργαλείο κατεργασίας μαλλιού:
    • (Λεξ. μακεδ. 148).

[ουδ. του μτγν. επιθ. λανάριος ως ουσ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαναρίζω [lanarízo] -ομαι Ρ2.1 : κατεργάζομαι το μαλλί (ή το βαμβάκι), ώστε να είναι έτοιμο για κλώσιμο· ξαίνω1.

[μσν. λαναρίζω < λανάρ(ι) -ίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λανάρισμα το [lanárizma] Ο49 : η διαδικασία της κατεργασίας του μαλλιού, ώστε να καταστεί έτοιμο για κλώσιμο.

[λαναρισ- (λαναρίζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαναριστήριο το [lanaristírio] Ο42 : εργαστήριο ή εργοστάσιο που κατεργάζεται το μαλλί (ή το βαμβάκι) και το καθιστά έτοιμο για κλώσιμο.

[λόγ. λαναρισ- (λαναρίζω) -τήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες