Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαμόγια [lamója] : μόνο στη ΦΡ την κάνω ~, φεύγω, ξεφεύγω ή δεν παρουσιάζομαι κάπου: Tον περίμενα τόση ώρα κι αυτός την έκανε ~.
[ίσως ισπαν. φρ. la moya `η τάδε΄]



