Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαμόγια
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαμόγια [lamója] : μόνο στη ΦΡ την κάνω ~, φεύγω, ξεφεύγω ή δεν παρουσιάζομαι κάπου: Tον περίμενα τόση ώρα κι αυτός την έκανε ~.

[ίσως ισπαν. φρ. la moya `η τάδε΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες