Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λαμαρίνα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαμαρίνα η [lamarína] Ο25 : 1. λεπτό μεταλλικό έλασμα με μορφή φύλλου: Xοντρή / ψιλή ~. Mπακλαβαδωτή / κυματοειδής / αυλακωτή / γαλβανιζέ ~. H στέγη της παράγκας ήταν από ~. ΦΡ δαγκώνω τη ~, ερωτεύομαι σφοδρά. 2. τετράπλευρο, μεγάλο σε επιφάνεια και ρηχό ταψί για το ψήσιμο φαγητών και γλυκισμάτων στο φούρνο.

[βεν. lamarin ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαμαρινάς ο [lamarinás] Ο1 : τεχνίτης που ασχολείται με κατασκευές και επιδιορθώσεις αντικειμένων από λαμαρίνα.

[λαμαρίν(α) -άς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go