Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαμέ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαμέ [lamé] Ε (άκλ.) : για ύφασμα με νήματα χρυσά ή ασημένια στην ύφανση, που του δίνουν μεταλλική λάμψη, στιλπνότητα: Φόρεμα / τουαλέτα / ύφασμα ~. || (ως ουσ.): Tης αρέσουν τα ~.

[λόγ. < γαλλ. lamé]

[Λεξικό Κριαρά]
λαμεντάρομαι,
βλ. λεμεντάρομαι.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες