Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λαλητός, επίθ.
-
- Ονομαστός, περίφημος:
- των θαυμαστών απελατών … των εν ανδρείᾳ λαλητών (Διγ. Gr. 3473).
- Το ουδ. ως ουσ. = η ικανότητα του λόγου, ομιλία:
- το λαλητόν της γλώσσης μου (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 185).
[μτγν. επίθ. λαλητός. Το ουδ. ως ουσ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Ονομαστός, περίφημος:



