Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λακτοπατώ· λοκτοπατώ.
-
- α) Κλοτσοπατώ, ποδοπατώ:
- εγκρέμνισέν την τ’ άλογον κι ελακτοπάτησέν την (Σαχλ. Β́ PM 707)·
- β) (μεταφ.) κατανικώ, εξευτελίζω:
- την πίστην των την σκυλικήν να την λοκτοπατείτε (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 271).
[<λακτίζω + πατώ· πβ. αρχ. λακπατέω. Τ. ‑χτο‑ και λοχτο‑ σήμ. ιδιωμ. Ο τ. στο Du Cange App. (λοκτοπατείν). Η λ. στο Du Cange (‑είν) και σήμ. ιδιωμ.]
- α) Κλοτσοπατώ, ποδοπατώ: