Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λακκί
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λακκί το· λαγκί.
  • Το λακκάκι στο κάτω μέρος του λαιμού:
    • επαρασάλευγε κι εκτύπα το λαγκί του (Ριμ. Απολλων. [336]).

[<ουσ. λάκκος + κατάλ. ‑ί. Τ. ‑ίον μτγν. (τοπων.) και τ. ‑ίν τον 9. αι. και σήμ. κυπρ. Η λ. και ο τ. (Du Cange, λάγκη) και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες