Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λακέρδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λακέρδα η [lakérδa] Ο25 : κρέας παλαμίδας αλατισμένο και διατηρημένο σε λάδι.

[μσν. λακέρτα `σκουμπρί΄, *λακέρδα (πρβ. τουρκ. lâkerda) < λατ. lacerta `σαύρα, σκουμπρί΄ (η σημ. `σκουμπρί΄ με βάση το αρχ. σαύρα, σαῦρος `σαύρα, σκουμπρί΄) ( [t > δ] μέσω των βεν;)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go