Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λακ
49 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λακ η [lák] Ο (άκλ.) : υγρό σπρέι που χρησιμοποιείται κυρίως ως στερεωτικό στο χτένισμα των γυναικείων μαλλιών: Για να κρατήσει το χτένισμα, χρησιμοποιήστε μια ελαφριά ~.

[λόγ. < γαλλ. laque (δες και στο λάκα)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λάκα η [láka] Ο25α : συνθετικό βερνίκι διαφανές, χρωστικό, που χρησιμοποιείται για την επάλειψη κυρίως ξύλινων επιφανειών.

[ιταλ. lacca < αραβ. lākh (από τα σανσκρ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
λάκα η· γεν. εν. λάκες.
  • Λάκα (είδος λιπαρής ρητίνης):
    • (Ασσίζ. 48730).

[<μεσν. λατ. lacca. Η λ. στο Meursius (‑κκ‑) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λακάνη η,
βλ. λεκάνη.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λακάρισμα το [lakárizma] Ο49 : η εργασία επάλειψης με λάκα.

[λακαρισ- (λακάρω δες λακαρισμένος) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λακαρισμένος -η -ο [lakarizménos] Ε3 : λακαριστός.

[μππ. του ρ. λακάρω < λάκ(α) -άρω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λακαριστός -ή -ό [lakaristós] Ε1 : που τον έχουν επαλείψει με λάκα: Λακαριστά έπιπλα.

[λακαρισ- (λακάρω δες λακαρισμένος) -τός]

[Λεξικό Κριαρά]
λακεδαιμονικός, επίθ.
  • Που ανήκει ή προέρχεται από τη Λακεδαιμονία (πβ. λακωνικός):
    • λακεδαιμονικά λαγωνικά (Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 122).

[<τοπων. Λακεδαιμονία + κατάλ. ‑ικός]

[Λεξικό Κριαρά]
Λακεδαιμόνιος ο.
  • Ο κάτοικος της Σπάρτης ή της Λακωνίας:
    • (Βίος Αλ. 1129).

[αρχ. εθν. Λακεδαιμόνιος (Steph., λ. Λακεδαίμων). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
Λακεδαιμονίτης ο· Λακοδαιμονίτης.
  • Που κατοικεί στη μεσν. Λακεδαιμονία (= Σπάρτη) ή κατάγεται από εκεί, Σπαρτιάτης:
    • (Δωρ. Μον. XXII), (Κορων. Μπούας 9).

[<τοπων. Λακεδαιμονία/Λακ(κ)ο‑ (Χρον. Μορ. H 1716 κ.α.) + κατάλ. ‑ίτης. Η λ. τον 9.-10. αι. (Χρον. Μον. 115)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες