Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαιμόκοψη η [lemókopsi] Ο33α : μικρό άνοιγμα που έχουν τα ρούχα στο σημείο του λαιμού, όπου προσαρμόζεται, ενώνεται ο γιακάς· λαιμουδιά: Στρογγυλή / τετράγωνη ~.
[λαιμ(ός) -ο- + κόψη]



