Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαθραναγνώστης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαθραναγνώστης ο [laθranaγnóstis] Ο10 θηλ. λαθραναγνώστρια [laθra naγnóstria] Ο27 : αυτός που διαβάζει ένα έντυπο χωρίς την άδεια του κατόχου του ή χωρίς να το έχει αγοράσει: Mετά την άνοδο της τιμής των εφημερίδων, γέμισαν τα περίπτερα λαθραναγνώστες.

[λόγ. λαθρ(ο)- + αναγνώστης· λόγ. λαθραναγνώσ(της) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες