Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λαθραίος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαθραίος -α -ο [laθréos] Ε4 : α. που γίνεται με τρόπο κρυφό, παράνομο: Λαθραία εισαγωγή / εξαγωγή συναλλάγματος. Λαθραία επιβίβαση / διακίνηση. β. που διακινείται κρυφά, παράνομα: Λαθραία εμπορεύματα. Λαθραία τσιγάρα. || ~ έρωτας, κρυφός, παράνομος. || (ως ουσ.) τα λαθραία, για εμπορεύματα, αντικείμενα που εισάγονται, εξάγονται ή διακινούνται χωρίς την πληρωμή του νόμιμου δασμού: Tον έπιασαν στα σύνορα με λαθραία στις αποσκευές του. λαθραία ΕΠIΡΡ: Kαταδικάστηκε, επειδή κυνηγούσε ~.

[λόγ. < αρχ. λαθραῖος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go