Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαθρέμπορος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαθρέμπορος ο [laθrémboros] Ο20 & (προφ.) λαθρέμπορας ο [laθrémbo ras] Ο5 : αυτός που διεξάγει λαθρεμπόριο: ~ ναρκωτικών καταδικάστηκε σε πολυετή φυλάκιση.

[λόγ. λαθρ(ο)- + -έμπορος· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες