Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαζαρίνα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαζαρίνα η [lazarína] Ο25 : είδος παλιού τουφεκιού που γέμιζε από μπροστά.

[ιταλ. lazarina (τύπος κάννης ντουφεκιών) < ανθρωπων. Lazarino (όν. του κατασκευαστή)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες