Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαδώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαδώνω [laδóno] -ομαι Ρ1 : 1. αλείφω κτ. με λάδι ή με άλλη λιπαρή ουσία: Λάδωσε την πόρτα, γιατί τρίζει. Λαδώνουν το ταψί για να μην κολλάει. ΦΡ ~ τ΄ άντερό μου, χορταίνω φαΐ, βελτιώνω την κατάστασή μου ύστερα από μια περίοδο φτώχειας, ανέχειας, πείνας: Bρήκε επιτέλους μια δουλίτσα και λάδωσε τ΄ άντερό του ο καημένος. 2. λιπαίνω εξαρτήματα μηχανής με ειδικό λάδι: Λάδωσέ μου την αλυσίδα της μηχανής. 3. λερώνω κτ. με λάδι ή με άλλη λιπαρή ουσία: Λαδώθηκαν τα χέρια μου απ΄ το τηγάνι. Πρόσεξε να μη με λαδώσεις! || Λαδωμένο μαλλί: α. για μαλλιά λιπαρά και άλουστα. β. για μαλλιά που γυαλίζουν από τη χρήση ειδικών καλλυντικών: Kυκλοφορεί με λαδωμένο μαλλί και ψηλό τακούνι. 4. αλεί φω με άγιο μύρο το μωρό αμέσως μετά τη βάφτιση. || (επέκτ., οικ.) βαφτίζω. 5. (μτφ., προφ.) δωροδοκώ κπ. με σκοπό να προωθηθούν παράτυπα ή παράνομα οι υποθέσεις, τα συμφέροντά μου: Aποπειράθηκε να λαδώσει υπάλληλο του υπουργείου. Aν δε λαδώσεις, δε γίνεται η δουλειά σου. Ο εφοριακός λαδώθηκε για να καλύψει την παρανομία, χρηματίστηκε, δωροδοκήθηκε.

[μσν. λαδώνω < λάδ(ι) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες