Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαδόχαρτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαδόχαρτο το [laδóxarto] Ο41 : διαφανές, αδιάβροχο χαρτί, που χρησιμοποιείται ως περιτύλιγμα· λαδόκολα.

[λαδο- + χαρτ(ί) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες