Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λαδιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαδιά η [laδjá] Ο24 : 1. λεκές από λάδι ή από άλλη λιπαρή ουσία: Tα ρούχα του είναι γεμάτα λαδιές. 2. (μτφ.) δόλια, πλάγια και συνήθ. απροσδόκητη ενέργεια σε βάρος κάποιου, βρομοδουλειά: Δεν περίμενα από σένα (να μου κάνεις) τέτοια ~.

[λάδ(ι) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go